σαλιαρίστρα
Смотреть что такое "σαλιαρίστρα" в других словарях:
σαλιαρίστρα — η, Ν η σαλιάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαλιαρίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουδουνίσ τρα)] … Dictionary of Greek
σαλιαρίστρα — η σαλιάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)